'Ίσως η αρχαιότερη αναφορά στην επιψευδαργύρωση µπορεί να βρεθεί σε
µια Βαβυλωνιακή επιγραφή του 3oυ αιώνα, στην οποία αναφέρεται η χρήση του
ψευδαργύρου ως µια φθηνή λύση για την προστασία του σιδήρου ή του χάλυβα.
Τα στρώµατα ψευδαργύρου σχηματίζουν ένα πολύ συμπαγές φράγµα στο
οξυγόνο, την υγρασία και τους όξινους ρυπαντές της ατμόσφαιρας,
εμποδίζοντας έτσι την άµεση επαφή τους µε το σίδηρο.
Στη γενική διαδικασία γαλβανίσµατος, τα τµήµατα του σιδήρου απολιπαίνονται σε αλκαλικό διάλυµα και πλένονται σε ζεστό και κρύο νερό.
Η σκουριά και τα άλατα αποµακρύνονται µε βύθιση σε διάλυµα υδροχλωρικού
οξέος, που ακολουθείται από έκπλυση µε νερό. Στη συνέχεια, τα
τµήµατα του µετάλλου βαπτίζονται σε υδατικό διάλυµα συνεχούς ροής που
περιέχει χλωριούχο ψευδάργυρο και χλωριούχο αµµώνιο, και σε µερικές
περιπτώσεις φθοριούχο νάτριο ή χλωριούχο κάλιο, νικέλιο ή δηµήτριο.
Σχηματίζεται έτσι ένα λεπτό στρώµα, το οποίο ξηραίνεται στους 75-120°C εξασφαλίζοντας την επιφάνεια του χάλυβα από ρυπαντές έτσι ώστε να δημιουργηθούν όσο το δυνατό καλύτερες συνθήκες ύγρανσης κατά τη διάρκεια της μετέπειτα βύθισης που ακολουθεί σε λουτρό τετηγμένου ψευδαργύρου θερμοκρασίας 420 - 455 °C.
Η βύθιση αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός στρώματος ψευδαργύρου πάνω στο μέταλλο πάχους 50-150 μm.
Η εξωτερική εμφάνιση του μετάλλου μετά την εν θερμό επιψευδαργύρωση (κοινός, γαλβάνισμα) έχει συνήθως μια στιλπνή, λαμπερή, ασημογκρί εμφάνιση, όπως την την συναντάμε στους κάδους απορριμμάτων, στις κολώνες οδοσήμανσης κλπ.
Οι γαλβανισμένες επιφάνειες μετάλλων μπορούν μετά να υποστούν οποιαδήποτε βαφή, χρησιμοποιώντας πρώτα ειδικό υπόστρωμα (αστάρι γαλβανιζέ) καθαρά για αισθητικούς λόγους.
Το εργαστήριο μας σε συνεργασία με εργοστάσιο στην Θεσσαλονίκη, αναλαμβάνει το γαλβάνισμα οποιασδήποτε μεταλλικής κατασκευής.